κατσαρός

κατσαρός
-ή, -ό
σγουρός: Έχει κατσαρά μαλλιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη …   Dictionary of Greek

  • Κατσαρός, Μιχάλης — (Κυπαρισσία Αρκαδίας 1919 – Αθήνα 1998). Ποιητής. Έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940 41) ως έφεδρος αξιωματικός της αεροπορίας και στην Αντίσταση το 1941. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση, δημοσιεύοντας… …   Dictionary of Greek

  • Κατσαρός, Γιώργος — (Αμοργός 1888 – Νέα Υόρκη 1997). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του μουσικού του ρεμπέτικου τραγουδιού Γιώργου Θεολογίτη. Η απώλεια του πατέρα του σε ηλικία 9 ετών ανάγκασε τη μητέρα του, μαζί με τον Κ. και τη μεγαλύτερη αδελφή του, Σοφία, να… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρώνω — [κατσαρός] 1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της») 2. γίνομαι σγουρός 3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς …   Dictionary of Greek

  • ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …   Dictionary of Greek

  • πάρουλος — ον Α ο κάπως σγουρός, ο ελαφρά κατσαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖλος (II) «σγουρός, κατσαρός»] …   Dictionary of Greek

  • Sarakatsani — (Σαρακατσάνοι) Karakachani (Каракачани) Sarakatsani children in Kotel, Bulgaria. Total population unknown Regions with significant populatio …   Wikipedia

  • Giorgos Katsaros — ( el. Γιώργος Κατσαρός) is a famous Greek musician and composer. He plays the alto saxophone.He made a variety of recordings collaborating with other Greek musical giants, such as Yanni Theodoridis, Kyra Giorgena and Mimis Plessas …   Wikipedia

  • Skiathos — Gemeinde Skiathos Δήμος Σκιάθου (Σκιάθος) …   Deutsch Wikipedia

  • άκρουλος — ἄκρουλος, ον (Α) σγουρός, κατσαρός στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + οὖλος «σγουρός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”